-
1 περικρεμής
περι-κρεμής, ές, darum od. daran hängend; ναὸς περικρεμὴς ἀναϑήμασι, ein Tempel, in welchem Geschenke aufgehängt sind -
2 περι-κρεμής
περι-κρεμής, ές, darum od. daran hangend, ναὸς περικρεμὴς ἀναϑήμασι, Luc. Tragodop. 141, ein Tempel, in welchem Geschenke aufgehängt sind.
См. также в других словарях:
περικρεμής — ές, Α [περικρεμάννυμι] 1. αναρτημένος γύρω από κάτι 2. αυτός που έχει κάτι κρεμασμένο γύρω γύρω («ναὸς περικρεμὴς ἀναθήμασι», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek